ὁπῃοῦν

ὁπῃοῦν
ὁπῃοῦν, [full] ὅπῃπερ, [full] ὅπῃ ποτέ,
A v. ὅπη 111. [full] ὅπης, ητος, , v. ἕρπης 11. [full] ὀπητίδιον, [full] ὀπήτιον, v. ὄπεας.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οπηούν — ὁπῃοῡν (Α) επίρρ. βλ. όπη …   Dictionary of Greek

  • ὁπῃοῦν — ὅπη by which indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όπη — ὅπη, επικ. τ. ὅππη και κατά ορθότ. γρφ. ὅπῃ, δωρ. τ. ὅπᾳ και ὅππᾳ, ὅπη και ὅπει, αιολ. τ. ὄππα ή ὄππᾳ και ὅπα, ιων. τ. ὅκη ή ορθότ. ὅκῃ (Α) (επίρρ. σε αναφορικές προτάσεις ή πλάγιες ερωτήσεις) 1. (για τόπο) ποιο δρόμο ή από ποιο δρόμο, ποια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”